αδιπλάριστος

αδιπλάριστος
αδιπλάρωτος, η , ο
1) не причаливший (о судне, лодке и т. п.); 2) не ставший рядом; § δεν άφησε κοπέλ-

λα αδιπλάριστος — он не пропускал ни одной девушки, он приставал ко всем девушкам


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αδιπλάριστος" в других словарях:

  • αδιπλάριστος — και αδιπλάρωτος, η, ο [διπλαρώνω] 1. (για πλοία κ.λπ.) αυτός που δεν διπλάρωσε, δεν πλεύρισε, ο απλεύριστος 2. αυτός που δεν τόν έχουν πλευρίσει για να τού αποσπάσουν κάτι …   Dictionary of Greek

  • αδιπλάρωτος — η, ο βλ. αδιπλάριστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»